- ἐπίσαξις
- ἐπίσαξις, εως, ἡ,A heaping on or up,
τῆς γῆς Thphr.CP5.6.3
.II. stuffing, filling, Erasistr. ap. Gal.7.538.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τῆς γῆς Thphr.CP5.6.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐπίσαξις — heaping on fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίσαξιν — ἐπίσαξις heaping on fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίσαξη — η (Α ἐπίσαξις) [επισάττω] νεοελλ. η τοποθέτηση σάγματος (σαμαριού) πάνω σε υποζύγιο, το σαμάρωμα αρχ. 1. επισώρευση 2. γέμισμα, παραγέμισμα … Dictionary of Greek